ἀμεταβλησία

ἀμεταβλησία
ἀμεταβλησίᾱ , ἀμεταβλησία
unchangeableness
fem nom/voc/acc dual
ἀμεταβλησίᾱ , ἀμεταβλησία
unchangeableness
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμεταβλησίᾳ — ἀμεταβλησίᾱͅ , ἀμεταβλησία unchangeableness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταβλησίας — ἀμεταβλησίᾱς , ἀμεταβλησία unchangeableness fem acc pl ἀμεταβλησίᾱς , ἀμεταβλησία unchangeableness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταβλησίαν — ἀμεταβλησίᾱν , ἀμεταβλησία unchangeableness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετάβλητος — η, ο (Α ἀμετάβλητος, ον) 1. αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αναλλοίωτος, σταθερός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμετάβλητο(ν) αμεταβλησία, σταθερότητα αρχ. μσν. επίρρ. ἀμεταβλήτως και ἀμεταβλητί. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀ στερ. + μεταβλητός] …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՓՈՓՈԽՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0254 Chronological Sequence: 8c, 10c, 11c գ. ἁμεταβλησία, τὸ ἅτρεπτον, ἁπαραλλαξία immutabilitas, constantia Անփոփոխն գոլ. անայլայլութիւն. անյեղութիւն. հաստատութիւն. եւ Նոյնութիւն. *Զյարութեանն կատարելութիւն, եւ զբանին անփոփոխութիւն. Աթ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αμετάβλητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν αλλάζει, σταθερός, αναλλοίωτος: Το χρώμα του υφάσματος αυτού είναι αμετάβλητο. 2. το ουδ. ως ουσ., το αμετάβλητο η αμεταβλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”